Η ακλόνητη χριστιανική πίστη του Billy Bo (1954-1987)
Πέρασαν 36 χρόνια από τον θάνατο του γνωστού σχεδιαστή μόδας Billy Bo, πρώτου διάσημου θύματος του AIDS στην Ελλάδα, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 33 χρονών μετά από μεγάλο αγώνα κατά του θανατηφόρου ιού. Διαβάζοντας προσεκτικά τις σελίδες της βιογραφίας του (ΦΡΙΝΤΑΣ ΜΠΙΟΥΜΠΙ, Και το όνειρο πάγωσε, Εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1990), είναι πολύ εντυπωσιακό πώς αυτό το νεαρό αγόρι, που διψούσε για αγάπη και για ζωή, παρά το ενδιαφέρον του για τη μόδα και την κοσμική ζωή, καλλιέργησε ισχυρή πίστη στον Θεό τροφοδοτούμενη από την προσευχή, η οποία τον συνόδεψε σε όλη του τη ζωή. Η πίστη αυτή ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια της ασθένειάς του και τον καθοδήγησε να παραδοθεί ολοκληρωτικά στο θέλημα του Θεού μέχρι την τελευταία του πνοή. Υπήρξε διάσημος σχεδιαστής μόδας στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1980, πολύ γνωστός στο ευρύ κοινό, όμως ελάχιστοι γνώρισαν τον εσωτερικό και πνευματικό του κόσμο και τη μεγάλη του πνευματική πορεία.
Ο Βασίλης Κουρκουμέλης γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1954 στα Καμίνια του Πειραιά. Ήταν χαρισματικό παιδί, προικισμένο με μια εντυπωσιακή εξωτερική ομορφιά και πολλές επιχειρηματικές ικανότητες. Πολύ νέος άρχισε να εργάζεται ως χορευτής σε διάφορα μαγαζιά της Πλάκας και το 1971 συνάντησε τον μετέπειτα φίλο και συνεργάτη του Μάκη Τσέλιο, με τον οποίο αρχικά δημιούργησε μια επιχείρηση εισαγωγής αρωμάτων από τη Γαλλία, ενώ το 1973 άνοιξε ένα κατάστημα υψηλής ραπτικής στην οδό Σόλωνος αριθμός 1, στην Αθήνα, με το όνομα «Billy Bo». Από το όνομα της μπουτίκ ο Βασίλης έγινε γνωστός παντού ως Billy Bo. Χάρη στην υψηλή ποιότητα και το καλό γούστο των ρούχων του, ο Βασίλης γνώρισε μεγάλες επιτυχίες στους χώρους της μόδας: βραβεύτηκε από το γνωστό περιοδικό μόδας «Γυναίκα», κέρδισε την εμπιστοσύνη των κοσμικών κύκλων της τότε Αθήνας, τον θαυμασμό του κοινού και τη γενική υποστήριξη των δημοσιογράφων. Το 1981 σχεδίασε τις στολές των αεροσυνοδών της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Άνοιξε επίσης καταστήματα στη Θεσσαλονίκη, τη Μύκονο και το Ψυχικό και εντέλει στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης. Το 1986 όμως διαγνώστηκε με AIDS και έκανε μεγάλο αγώνα για να πολεμήσει τον ιό, αλλά τελικά έφυγε πρόωρα στις 13 Ιουνίου 1987.
Μεγάλωσε σε μια παραδοσιακή θρησκευόμενη οικογένεια και όταν ήταν παιδί διακονούσε ως παπαδάκι στην ενορία του Αγίου Ελευθερίου Καμινίων. Μεγαλώνοντας δεν εγκατέλειψε ποτέ τη χριστιανική του πίστη: αν και πολύ ανοιχτός και κοινωνικός χαρακτήρας, ο Βασίλης περνούσε στιγμές θεληματικής απομόνωσης και προσευχής. Όταν ανεξαρτητοποιήθηκε από τους γονείς του, συνήθιζε να πηγαίνει μια φορά το χρόνο στην Τήνο, για να προσκυνάει την Παναγία και να επισκέπτεται τη Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου «Κυρίας των Αγγέλων» στο Κεχροβούνι, όπου, σύμφωνα με την παράδοση, η μοναχή Πελαγία είχε βρει τη θαυματουργική εικόνα της Παναγίας. Το καλοκαίρι του 1986, προσευχόμενος στον Ναό της Μονής είδε μία γυναικεία φιγούρα, «σαν την Παναγία», όπως ανέφερε ο ίδιος, η οποία προχωρούσε κλαίγοντας προς το ιερό βήμα. Το όραμα αυτό τον συγκλόνισε, διότι το προσέλαβε σαν μια προειδοποίηση, ότι κάτι κακό θα του συνέβαινε … Δεν πέρασε πολύς καιρός και τα πρώτα συμπτώματα της θανατηφόρας ασθένειας εμφανίστηκαν, με αποτέλεσμα να διαγνωστεί τελικά με το σύνδρομο της επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας. Τα χρόνια εκείνα ο συγκεκριμένος ιός είχε πρωτοεμφανιστεί στον πλανήτη και εξαπλωνόταν ραγδαία στον πληθυσμό, όμως επειδή δεν ήταν γνωστός στην επιστημονική κοινότητα, δεν υπήρχε κάποια φαρμακευτική θεραπεία. Ο θάνατος ήταν αναπόφευκτος και συχνά επώδυνος. Έτσι άρχισε αδιάκοπα η μεγάλη δοκιμασία του 32χρονου Βασίλη και η ανάβασή του προς τον Γολγοθά. Εκείνος όμως δέχθηκε την ασθένεια με καρτερία και υπομονή, ελπίζοντας πάντοτε στο θαύμα της γιατρειάς.
Νοσηλεύτηκε σε εξειδικευμένα νοσοκομεία του Παρισιού, των ΗΠΑ και της Αθήνας προκειμένου να θεραπευτεί από τις πολλές λοιμώξεις που τον ταλάνιζαν, με την ελπίδα να έχει πρόσβαση στο μοναδικό τότε φάρμακο που μπορούσε κατά κάποιον τρόπο να παρατείνει τη ζωή των συγκεκριμένων ασθενών, το ΑΖΤ. Κατά τη διαμονή του στο εξωτερικό εκκλησιαζόταν τις γιορτινές ημέρες, όταν βέβαια του το επέτρεπαν οι δυνάμεις του, έχοντας ακράδαντη πίστη στην παντοδυναμία της θείας χάρης. Όσοι τον συνόδευαν σε αυτή τη δύσκολη και ανηφορική πορεία, του έφερναν μαγνητοφωνημένη τη Θ. Λειτουργία και την Ακολουθία της Παρακλήσεως, γνωρίζοντας πόσο χαιρόταν, εφόσον αδυνατούσε να συμμετάσχει προσωπικά σε αυτές. Κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του, η πίστη του Βασίλη είχε δυναμώσει και ενταθεί κατά πολύ. Η φρικτή αυτή ασθένεια καθώς και η σκληρή κοινωνική αντίδραση που αντιμετώπιζε από το περιβάλλον του δεν τον απομάκρυναν από τον Θεό, αντιθέτως, όλο και περισσότερο αναζητούσε τον Θεό μέσα στην προσευχή, την εξομολόγηση και τη θεία μετάληψη. Μόνο μέσα από την πίστη στο Θεό και την προσευχή έπαιρνε δύναμη και κουράγιο να ανταπεξέλθει στον δύσκολο αυτόν αγώνα. Διάβαζε καθημερινά την Αγία Γραφή, αντλώντας πίστη και δύναμη από το Λόγο του Θεού. Προσευχόταν με τους ψαλμούς και μελετούσε τη ζωή του Χριστού και έτσι κατόρθωσε με την προσευχή και την προσφορά του πόνου του να εμβαθύνει και να αυξήσει την πίστη και την εμπιστοσύνη του στο Θεό. Πραγματικά, τη δύσκολη αυτή περίοδο που τον ταλαιπωρούσε η αρρώστια του, ο Θεός υπήρξε το μεγάλο του στήριγμα. Είχε δεχθεί με μεγάλη υπομονή και καρτερία εκείνο τον απρόσμενο και βαρύ σταυρό, σε σημείο που όσο λιγόστευε η δύναμη του σώματός του, τόσο αυξανόταν η πίστη του στο Θεό. Όσο λιγόστευε η ελπίδα της επιστήμης, τόσο μεγάλωσε η ελπίδα του στη θεία δύναμη, ως μόνη που θα μπορούσε να του χαρίσει υγεία και ζωή. Αυτή η ακλόνητη και μεγάλη του πίστη τον ενέπνεε κάποιες αυθόρμητες προσευχές προς τον Παντοδύναμο Θεό:
“Ουράνιε Πατέρα μου, Σ’ ευχαριστώ για τον Λόγο Σου. Βασίζομαι στο Λόγο Σου που δηλώνεται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (Κεφ. Η’, Παρ. 17): «Δια να πληρωθεί το ρηθέν δια Ησαΐου του προφήτου λέγοντος: Αυτός τας ασθενείας ημών έλαβε και τας νόσους εβάστασεν». Και στην Πρώτη Επιστολή του Πέτρου (Κεφ. Β’, Παρ. 24): «… όστις τας αμαρτίας ημών αυτός εβάστασεν εν τω σώματι αυτού επί του ξύλου, δια να ζήσωμεν εν τη δικαιοσύνη, αποθανόντες κατά τας αμαρτίας».
Ουράνιε Πατέρα, σύμφωνα με αυτά τα αποσπάσματα από τη Γραφή, ο Ιησούς έλαβε και εβάστασε τις ασθένειες και τις νόσους μας και με τις πληγές του θεραπευθήκαμε. Όλα αυτά δείχνουν ότι η Δράση από την πλευρά Σου έχει γίνει κιόλας. Ο Λόγος Σου δηλώνεται ακόμα στο κατά Μάρκον (Κεφ. ΙΑ’, Παρ. 24): «Διά τούτο σας λέγω. Πάντα όσα προσευχόμενοι ζητήτε πιστεύετε ότι λαμβάνετε, και θέλει γίνει εις εσάς».
Πατέρα, είπες: «Πάντα όσα ζητήτε». Ζητώ να θεραπευθώ από την αρρώστια του AIDS.
Πατέρα, είπες: «Προσευχόμενοι». Κι εγώ προσεύχομαι τώρα.
Πάτερα, είπες: «Πιστεύετε ότι λαμβάνετε». Πιστεύω ότι τώρα έχω πάρει την θεραπεία μου από τη νόσο του AIDS.
Πατέρα, είπες: «Και θέλει γίνει εις εσάς». Πιστεύω ότι έχω δεχτεί τη θεραπεία μου με την πίστη μου. Με την πίστη έχω την θεραπεία, γι’ αυτό πρέπει να έρθει. Σ’ ευχαριστώ, Πατέρα, στο όνομα του Ιησού Χριστού. Πιστεύω ότι είμαι θεραπευμένος.
Ουράνιε Πατέρα, Σε ευχαριστώ, στο όνομα του Ιησού, Σε ευλογώ και Σε εξυμνώ. Πιστεύω ότι την έχω τώρα. Δοξασμένο το όνομά Σου”.
“Ουράνιε Πατέρα μου, εσύ που είσαι Αθάνατος μέσα στους αιώνες, βασιλιάς ουρανού και γης, ορατών και αόρατων, Πάνσοφος, Πανάγαθος και Παντογνώστης, Σε ευχαριστώ για όλες τις εμπειρίες που μου δίνει η κάθε μέρα και όλα τα αγαθά που μου προσφέρεις. Σ’ ευχαριστώ, Ουράνιε Πατέρα μου, στο όνομα του Ιησού Χριστού. Πιστεύω ότι είμαι θεραπευμένος πλέον από τη νόσο του AIDS. Ουράνιε Πατέρα, Σε ευχαριστώ, στο όνομα του Ιησού. Σε ευλογώ και Σε εξυμνώ. Πιστεύω ότι έχω δεχτεί τη θεραπεία μου. Πιστεύω ότι την έχω τώρα. Δοξασμένο το Όνομά Σου”.
Στα χέρια του κρατούσε πάντα ένα μικρό κομποσκοίνι και μια ξύλινη εικόνα της Παναγίας. Είχε ζητήσει να έχει στο δωμάτιό του, όπου και αν πήγαινε, ένα μεγάλο ξύλινο Εσταυρωμένο. Πίστευε ακράδαντα ότι ο Θεός μπορούσε να τον θεραπεύσει. Είχε μάλιστα εμπιστευτεί σε μια φίλη του ότι θα ήθελε να μπει σε μοναστήρι αν ο Θεός τον θεράπευε, διότι τελικά σε αυτή τη ζωή, όπως ομολογούσε, είναι όλα μάταια και κενά. Μελετώντας το Ευαγγέλιο κατάλαβε ότι ίσως ο Θεός τον ήθελε κοντά του στην ηλικία 33 ετών, την ίδια ηλικία που είχε ο Ιησούς Χριστός όταν πέθανε πάνω στον σταυρό. Αυτή η εικόνα του έδινε μεγάλη παρηγοριά και ανακούφιση.
Είναι γνωστό πως η αρρώστια και ο πόνος αλλοιώνουν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Προφανώς να συνέβη το ίδιο και στο Βασίλη. Αυτό όμως δεν τον πτόησε, με τη βοήθεια της πίστης και της εμπιστοσύνης του στο Θεό να καλλιεργεί και να ομορφαίνει καθημερινά ολοένα και περισσότερο την ομορφιά της ψυχής του, να καλλιεργεί τον πνευματικό του κόσμο και να εξυψώνει το νου και την καρδιά του σε σφαίρες υψηλές, πνευματικές, ουράνιες, έχοντας μοναδικό σκοπό του τη Βασιλεία των ουρανών, γιατί απέβλεπε πλέον στην ομορφιά της ψυχής του. Ατένιζε το Σταυρό του Σωτήρα Χριστού και πορευόταν μαζί του ανεβαίνοντας υπομονετικά το δικό του Γολγοθά.
Όταν πλέον πλησίασε η στιγμή της αναχώρησής του προς την Ουράνιο Βασιλεία, ζήτησε να μεταλάβει Σώμα και Αίμα Χριστού μετά τα μεσάνυχτα για τελευταία φορά, καθώς ένιωθε πως θα έφευγε πριν ξημερώσει, όπως τον είχε ειδοποιήσει η Παναγία… Αφού κοινώνησε, έφυγε προσευχόμενος, λέγοντας το Πάτερ Ημών, και με τα μάτια του καρφωμένα σε εκείνο τον Εσταυρωμένο που είχε πάντα στο δωμάτιό του.
Όπως διαπιστώνουμε, η επώδυνη ασθένεια του Βασίλη συνετέλεσε τα μέγιστα στην ενίσχυση και εμβάθυνση της πίστης και της πνευματικότητάς του. Ως χριστιανοί ξέρουμε ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο στη ζωή μας, αλλά τα πάντα διέπονται από τη Θεία Πρόνοια. Η ασθένεια δεν είναι η θεία τιμωρία για τις αμαρτίες που πράξαμε. Αντιθέτως, ο Θεός είναι Εκείνος που απαλλάσσει από τις ασθένειες, Εκείνος που θεραπεύει και όχι Εκείνος που τις στέλνει. Η δράση του Θεού δεν είναι η απλή θεραπεία του φθαρτού σώματος, αλλά η σωτηρία της αθάνατης ψυχής μας. Ο Βασίλης δεν θεραπεύτηκε σωματικά. Η αρρώστια του όμως υπήρξε ένα μέσο εξαγνισμού που τον έφερε ακόμα πιο κοντά στον Θεό, για να τον εξαγνίσει και να βιώσει με μεγαλύτερη οικειότητα και πληρότητα το μυστήριο του Χριστού.
Αρχιμ. Βησσαρίων Κουότσης