Ψαλμός 38
1 Στον πρωτοψάλτη, τον Ιεδουθούν. Ψαλμός του Δαβίδ.
2 Είπα: «Θα ‘μαι προσεκτικός στο πώς πορεύομαι, ώστε η γλώσσα μου να μη με κάνει κι αμαρτάνω· θα βάλω φίμωτρο στο στόμα μου όσο μπροστά μου θα ‘ναι ο ασεβής».
3 Άφωνος έγινα, βουβός, -ούτε καλό δεν έλεγα- κι ο πόνος μου δυνάμωνε.
4 Γέμισε αγωνία η καρδιά μου· καθώς συλλογιζόμουν φούντωνε η αγωνία μου· ωσότου λύθηκε η γλώσσα μου και είπα:
5 «Φανέρωσέ μου, Κύριε, το τέλος μου, και πόσες θα ‘ναι οι μέρες της ζωής μου· ώστε να ξέρω πόσο είμαι φθαρτός».
6 Τι λίγο που έκανες να διαρκεί η ζωή μου! Μπροστά σου η ύπαρξή μου ένα τίποτα· κι αέρα φύσημα η στερεότητα του ανθρώπου. (Διάψαλμα)
7 Και να, σαν τη σκιά ο άνθρωπος πορεύεται, άνεμος είν’ ο πλούτος που σωρεύει, χωρίς να ξέρει ποιος θα τον συνάξει.
8 Και τώρα τι προσμένω, Κύριε; σ’ εσένα την ελπίδα μου στηρίζω.
9 Λύτρωσέ με απ’ όλες τις ανομίες μου· στη χλεύη του ανόητου μη μ’ αφήσεις.
10 Σώπασα· το στόμα δεν ανοίγω, γιατί εσύ μ’ έφερες εδώ που βρίσκομαι.
11 Στρέψε μακριά από μένα τα πλήγματά σου· κάτω απ’ το στιβαρό σου χέρι εγώ αφανίστηκα.
12 Κολάζοντας την ανομία τον άνθρωπο παιδαγωγείς, και κατατρώς όπως ο σκόρος ό,τι έχει πιο πολύτιμο. Πνοή τ’ ανέμου, αλήθεια, αυτό είναι ο κάθε άνθρωπος. (Διάψαλμα)
13 Την προσευχή μου, Κύριε, άκουσε, πρόσεξε την κραυγή μου· στα δάκρυά μου μη σωπαίνεις, γιατί είμαι μόνο ένας φιλοξενούμενός σου, ξένος, χωρίς δικαιώματα, σαν όλους τους προγόνους μου.
14 Άσε με απ’ το βλέμμα σου κι ευχάριστα θα νιώσω· πριν φύγω και δεν υπάρχω πια.