«Ότι Θεοτόκος η Αγία Παρθένος»

cats

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η εκκλησιαστική πρόκληση που οδήγησε τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ να συγκαλέσει το 431 την Τρίτη Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο, συνδέεται με τον Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο, ο οποίος ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο στις 10 Απριλίου 428 μ.Χ.. Η κρίση για αυτόν τον Πατριάρχη διχάζει τους νεότερους ιστορικούς. Μερικοί τον θεωρούν «ορθόδοξο» και θύμα πολιτικών διαπλοκών, άλλοι του αποδίδουν την παραδοσιακή κρίση του «αιρετικού», ή του υποκινητή μιας αίρεσης η οποία συγκλόνισε τη Χριστιανική Εκκλησία, η οποία μόλις είχε βγει από τις σπουδαιότερες χριστολογικές διαμάχες των δύο προηγουμένων Οικουμενικών Συνόδων.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία διαμάχη των δύο γνωστών θεολογικών Σχολών σκέψης, οι οποίες αντιπροσωπεύονταν από την Αντιόχεια και από την Αλεξάνδρεια. Ο Νεστόριος αντιπροσώπευε τη Σχολή της Αντιόχειας ενώ ο σπουδαιότερος αντίπαλός του, ο Κύριλλος, ήταν ο σημαντικότερος αντιπρόσωπος της Σχολής Αλεξανδρείας. Η Ρώμη, κατευθυνόμενη τότε από τον Πάπα Κελεστίνο, βρίσκεται πλησιέστερη με τις θέσεις της Αλεξανδρινής Σχολής.

Η σπίθα της ανάφλεξης προκλήθηκε από τους βίαιους τρόπους του Νεστόριου, ο οποίος, στον αγώνα του κατά των αιρέσεων, επιτίθεται κατά του απαράδεκτου, κατά την γνώμη του, όρου «Θεοτόκος», τον οποίο σήμερα μεταφράζουμε ως «Μητέρα του Θεού», όμως στην πραγματικότητα σημαίνει «Εκείνη που γεννά τον Θεό». Ο όρος αυτός αποδιδόμενος στην Αειπάρθενο Μαρία, δεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου, αλλά η ιστορία του είναι αρχαιότερη, είναι παρούσα στην Εκκλησία τουλάχιστο από τον δεύτερο αιώνα, ξεκινώντας από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (Λκ. 1,43), όπου η Αγία Ελισάβετ μιλά για «τη Μητέρα του Κυρίου μου». Ήδη κατά τον τρίτο αιώνα μ.Χ., ένα τροπάριο αποδίδει στην Αειπάρθενο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος»: «Ὑπὸ τὴν σὴν εὐσπλαγχνίαν καταφεύγομεν Θεοτόκε. Τὰς ἡμῶν ἱκεσίας μὴ παρίδῃς ἐν περιστάσει, ἀλλ᾿ ἐκ κινδύνων λύτρωσαι ἡμᾶς, μόνη Ἁγνή, μόνη εὐλογημένη». Αυτό το τροπάριο μεταφράστηκε στην λατινική γλώσσα ως εξής: «Sub tuum praesidium confugimus, Sancta Da Genetrix. Nostras deprecationes ne despicias in necessitatibus, sed a periculis cunctis libera nos semper, Virgo gloriosa et benedicta»˙ ενώ η Αμβροσιανή απόδοση είναι μία μετάφραση πιστότερη στο Ελληνικό πρωτότυπο: «Sub tuam misericordiam confugimus Dei Genitrix, nostram deprecationem, ne inducas in tentationem sed de periculo libera nos sola casta et benedicta».

Στην μάχη του ο Νεστόριος, επηρεασμένος από τη Σχολή της Αντιόχειας, και προπάντων από τον Θεόδωρο της Μοψουεστίας, ισχυρίσθηκε πως ο τίτλος «Θεοτόκος» είναι ασύμβατος, εκτός αν συνδέεται με τον τίτλο «ανθρωποτόκος», ή το πολύ με το τίτλο «θεοδόχος» (αυτή που δέχθηκε μέσα της τον Θεό).

Το κύριο θεολογικό πρόβλημα δεν συσχετιζόταν άμεσα με την Αειπαρθένο Μαρία, αλλά αφορούσε την Ενσάρκωση του Λόγου του Θεού, θέμα με το οποίο είχαν ασχοληθεί οι δύο προηγούμενες Οικουμενικές Σύνοδοι και πολλές τοπικές Σύνοδοι. Ωστόσο ο Νεστόριος δεν έφτασε ποτέ στα άκρα των θέσεων του Παύλου Σαμοσατέα, ο οποίος έβλεπε στο Χριστό ένα καθαρό άνθρωπο υιοθετημένο από τον Θεό, και εξυψωμένο σε Υιό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Η διδασκαλία του Νεστορίου για τη Θεοτόκο

Ο Νεστόριος παρουσιάζει τα όρια της Αντιοχειανής θεολογίας, η οποία ξεκινά από τις δύο φύσεις για να φτάσει στην μία προσωπικότητα. Η Αντιοχειανή θεολογία εκφράζει το γεγονός ότι η γέννηση και τα σεπτά πάθη δεν αποδίδονταν στη θεότητα του Χριστού, αλλά στην ανθρώπινη φύση του, γι’ αυτό η Μαρία πρέπει να ονομάζεται «Χριστοτόκος», γιατί αυτή δεν εγέννησε τη θεότητα.

Σύμφωνα με τη θεολογία της Σχολής Αντιοχείας ο Θεός ήταν ενωμένος με το σταυρωμένο σώμα του Ιησού, αλλά δεν υπέφερε μαζί του. Σύμφωνα με τον Νεστόριο, η Μαρία γέννησε έναν άνθρωπο, όργανο της Θεότητας. Αν και ο Νεστόριος δεν σκοπεύει να συγχύσει ή να ανακατέψει την απαθή και αμετάβλητη θεότητα με την ανθρώπινη φύση, η οποία είναι υποταγμένη στον πόνο και στο θάνατο, όμως δεν στοχεύει επίσης να τις ξεχωρίσει, αλλά στοχεύει στην ένωση των δύο φύσεων. Στον πρώτο από τους λόγους του ως Πατριάρχης, υπογραμμίζει: «Εξαιτίας εκείνου πού τον φέρει, τιμώ τον ερχόμενο, εξαιτίας εκείνου που κρύβεται, εγώ λατρεύω αυτόν που είναι ορατός: ο αόρατος Θεός είναι αδιαχώριστος από εκείνον που είναι ορατός, γι’ αυτό δεν χωρίζω την τιμή και την αξιοπρέπεια εκείνου που δεν είναι χωριστός. Ξεχωρίζω τις φύσεις, αλλά ενώνω την λατρεία… Ομολογούμε ότι Αυτός είναι διπλός, και τον λατρεύουμε ως μοναδικό. Αυτός είναι διπλός στις φύσεις, αλλά ένας στην ενότητα». Αυτή η ενότητα καθορίζεται ως «συνάφεια», δηλαδή ως αρμονική και ως συνδεόμενη. Σημειώνουμε μονάχα ότι εδώ υπάρχει μία βαθιά διαφορά στην κατανόηση των όρων «φύση» και «πρόσωπο», επειδή μιλώντας για τις δύο φύσεις του Χριστού, κινδυνεύουμε να τις εννοήσουμε ως δύο πρόσωπα. Κάνοντας αυτό βάζουμε σε κίνδυνο την ενότητα του Χριστού, και επομένως όλη τη σωστική θεολογία της Ενσάρκωσης. Εάν το σώμα του Ιησού δεν είναι το σώμα του Θεού, πώς μπορεί αυτό το σώμα να μας δώσει την αιώνια ζωή; Εάν ο θάνατος πάνω στον Σταυρό δεν είναι ο θάνατος του Θεού, πώς μπορεί να μας σώσει από το θάνατο; Παρόμοιες εκφράσεις δημιουργούν σκάνδαλο, προπάντων όταν λέγονται στην Κωνσταντινούπολη, κυρίως προς τον κλήρο και τους μοναχούς, αλλά και προς τον χριστεπώνυμο λαό.

Ο Νεστόριος έγραψε στον Κελεστίνο Πάπα Ρώμης, πληροφορώντας τον για τις θεολογικές του θέσεις, και θεωρώντας τον όρο «Θεοτόκος» ως ξεχείλισμα των θέσεων του Αρείου και του Απολλινάριου. Ο Κελεστίνος μετέφρασε τις επιστολές του Νεστόριου στα λατινικά, και τις έδωσε για να τις αναλύσει στον Αββά Κασσιανό της Μονής του Αγίου Βίκτωρα Μασσαλίας. Ταυτόχρονα κινητοποιήθηκε και η Αλεξάνδρεια για τις θέσεις του Νεστόριου. Ας μη λησμονούμε ότι μετά από την Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, το 381 μ.Χ., η έδρα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας βρισκόταν στην τρίτη θέση, στα δίπτυχα, αφήνοντας τη δεύτερη θέση στη Νέα Ρώμη, η οποία απολάμβανε τα ίδια προνόμια της Παλαιάς Ρώμης. Αν και σε όλα τα γραπτά έργα του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, δεν φαίνεται πουθενά ο υποβιβασμός αυτού του Πατριαρχείου, είναι φανερό ότι οι Επίσκοποι της Αιγύπτου δεν χώνεψαν αυτόν τον υποβιβασμό. Η Αλεξάνδρεια βρέθηκε συχνά σε σύγκρουση με την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, και ήταν κι΄ αυτός ένας λόγος για τον οποίο ο Νεστόριος πικραινόταν για τις περιπλοκές του Πατριάρχου Αλεξανδρείας. Ωστόσο ο Κύριλλος ανησυχούσε μονάχα για να διαφυλάξει την Πίστη της Νικαίας.

Η Σχολή Αλεξανδρείας, της οποίας ο Κύριλλος είναι από τους σπουδαιότερους διδασκάλους, δεν στρέφει την προσοχή της στις δύο φύσεις, αλλά στο μοναδικό πρόσωπο του Λόγου, ο οποίος υπάρχει πριν από αιώνες και ο οποίος έγινε σάρκα όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Ξεκινώντας από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, όπου «ο Λόγος έγινε σάρκα», μακριά από κάθε Απολλιναρισμό, δηλώνει ότι «Όπως ο Λόγος του Θεού Πατέρα είναι τέλειος ως προς την θεότητα, έτσι είναι τέλειος και ως προς την ανθρωπότητα (δηλαδή την ανθρώπινη φύση του): δεν έλαβε ένα σώμα χωρίς ψυχή, αλλά ένα σώμα εμψυχωμένο από μία λογική ψυχή». Η Ενσάρκωση δεν περιλαμβάνει καμία αλλαγή στον Λόγο, δεν υπάρχει ούτε πρόσληψη, ούτε μίξη, ούτε σύγχυση. Η ενσάρκωση γίνεται «κατά φύσιν», είναι μία φυσική ένωση. Όπως συμβαίνει με την Αγία Τριάδα χωρίς καμία αμφιβολία «μία φύση και τρεις υποστάσεις» τον ίδιο κλασικό τύπο ο Κύριλλος τον εφαρμόζει για τον Χριστό. Στον Χριστό υπάρχει μία μόνο φύση, η φύση του ενσαρκωμένου Λόγου: «Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη». Εάν η σάρκα του Ιησού είναι η σάρκα του Λόγου, τότε αυτή είναι θεϊκή, ζωοποιός θεοποιός, θέτοντας έτσι την ίδια αμοιβαία σχέση μεταξύ Ενσάρκωσης και Θείας Ευχαριστίας. Γι’ αυτό η Αειπάρθενος Μαρία είναι η μητέρα του Ιησού και Μητέρα του Λόγου, δηλαδή είναι «Θεοτόκος».

Ο Κύριλλος γράφει μία εκτεταμένη επιστολή προς τον Νεστόριο, ένα δογματικό ντοκουμέντο, το οποίο θα καθιερωθεί από την Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο, όπου εκθέτει την διδασκαλία των Πατέρων και της Εκκλησίας πάνω στο θέμα, προσκαλώντας τον Νεστόριο να αναθεωρήσει τις θέσεις του. Ο Νεστόριος τον κατηγορεί για Απολλιναρισμό, και απορρίπτει τις θέσεις του Κυρίλλου. Ο Κύριλλος, με την σειρά του, θα έχει μία στενή αλληλογραφία με τον Ιουβενάλιο Ιερουσολύμων και τον Κελεστίνο Ρώμης, και πολλούς άλλους Επισκόπους της Ανατολής. Στη Ρώμη, το 430, θα συγκληθεί μία Σύνοδος για το θέμα αυτό, που θα καταδικάσει τις θέσεις του Νεστορίου, κατηγορώντας τον ότι «για τον Λόγο του Θεού σκέπτεται διαφορετικά από αυτά που ομολογεί η κοινή πίστη της Εκκλησίας», και ο Κελεστίνος ζητά από τον Κύριλλο να διορθώσει τον Νεστόριο, κάνοντάς τον να αναθεωρήσει τις θέσεις του. Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας θα γράψει άλλες δύο επιστολές-ντοκουμέντα προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος με τη σειρά του θα απευθυνθεί προς τον Ιωάννη Αντιοχείας, προς το Θεοδώρητο και τον Ανδρέα Σαμοσατέα, κατηγορώντας και πάλι τον Κύριλλο για Απολλιναρισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

Η διδασκαλία της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου για τη Θεοτόκο

Ανησυχώντας για τις συγκρούσεις και τους δυνατούς θορύβους μέσα στην Εκκλησία, ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β’, με υπόδειξη του ίδιου του Νεστόριου, πληροφορεί τον Κύριλλο για την απόφασή του να συγκαλέσει μία Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο, κατά την Πεντηκοστή του 431 μ.Χ., προσκαλώντας όλους τους Μητροπολίτες και μερικούς από τους Επισκόπους τους. Ήταν προσκεκλημένοι και οι Δυτικοί Επίσκοποι, και κυρίως ο Ιερός Αυγουστίνος, ο οποίος όμως κατά τη χρονική αυτή περίοδο πέθανε. Ο Ρώμης Κελεστίνος έστειλε τους αντιπροσώπους του, δηλαδή τους λεγόμενους «Λεγάτους» του.

Επειδή οι Λεγάτοι της Ρώμης και οι Επίσκοποι της Συρίας με τον Ιωάννη της Αντιόχειας αργούσαν να φτάσουν, ο Κύριλλος αποφάσισε να ξεκινήσει την Οικουμενική Σύνοδο στις 21 Ιουνίου. Ο Κύριλλος ήταν τότε ο δυναμικότερος Επίσκοπος χάρη στην προσωπική του αυθεντία. Ο Νεστόριος δεν ήταν παρών και κατηγόρησε αργότερα τον Κύριλλο πως συμπεριφέρθηκε ως Δικαστής. Ο Νεστόριος καθαιρέθηκε και απομακρύνθηκε, και η δεύτερη επιστολή του Κυρίλλου προς τον Νεστόριο έγινε το δογματικό κείμενο-ντοκουμέντο της Συνόδου.  Ωστόσο, στις 26 Ιουνίου έφτασε ο Ιωάννης της Αντιόχειας, με τους Επισκόπους της Συρίας, οι οποίοι δεν αναγνώρισαν τις συνοδικές αποφάσεις, και συγκάλεσαν μία Αντι-σύνοδο. Οι Λεγάτοι από τη Ρώμη έφτασαν στις πρώτες μέρες του Ιουλίου, και, σε αντίθεση με τους Αντιοχιανούς Επισκόπους, έδωσαν την έγκρισή τους στις αποφάσεις του Κυρίλλου. Έγινε μία προσπάθεια για την ένωση με τον Ιωάννη της Αντιόχειας, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αντίθετα η υπόθεση κατέληξε στον αφορισμό και του Αντιοχιανού Πατριάρχου. Αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καλλίτερα, γιατί ο Αυτοκράτορας, όταν πληροφορήθηκε για τις ταραχές στην Εκκλησία, διέταξε να συλληφθούν και ο Κύριλλος και ο Νεστόριος και Μέμνων Εφέσου και να απελευθερωθούν στο τέλος της Συνόδου, το Σεπτέμβριο του 431 μ.Χ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

«Δικαίως και αληθώς καλείται Θεοτόκος»

Η Οικουμενική Σύνοδος κατέληξε με την εξής ομολογία πίστεως:

«Ομολογούμε τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, μονογενή Υιό του Θεού, τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο, αποτελούμενο από μία λογική ψυχή και από ένα σώμα, κατά την θεότητά του γεννημένο από τον Πατέρα, πριν από τους αιώνες, και κατά τους τελευταίους χρόνους κατά την ανθρώπινη φύση, γεννημένος από την Αειπάρθενο Μαρία, ομοούσιο με τον Πατέρα στην θεότητα, και ομοούσιο μ΄ εμάς στην ανθρωπότητα. Έγινε η ένωση των δύο φύσεων και γι’ αυτό εμείς ομολογούμε έναν μόνο Χριστό, έναν μόνο Υιό, έναν μόνο Κύριο. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη της ασύγχυτης ένωσης εμείς ομολογούμε ότι η Αγία Παρθένος είναι Θεοτόκος, εφόσον ο Λόγος του Θεού ενσαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος, και από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως του ενώθηκε με τον ναό τον οποίο έλαβε από αυτήν».

Επομένως η Σύνοδος του Κυρίλλου Αλεξανδρείας νικά τη Σύνοδο του Ιωάννου Αντιοχείας και η πρώτη αυτή Σύνοδος μένει στην ιστορία ως Οικουμενική.

Ωστόσο, στην Οικουμενική αυτή Σύνοδο, δεν υπάρχουν μεγάλοι δογματικοί ορισμοί, παρά μόνο η επιστολή του Κυρίλλου προς το Νεστόριο. Η Σύνοδος της Εφέσου δεν ανακήρυξε την παρθένο Μαρία ως «Θεοτόκο», αλλά επικύρωσε μια παράδοση η οποία ήδη υπήρχε μέσα στην Εκκλησία. Η Σύνοδος αυτή αρνήθηκε συστηματικά να προσθέσει οτιδήποτε στο Σύμβολο Πίστεως της Νικαίας.

Η θεολογική αντίθεση στο θέμα της Ενσάρκωσης μεταξύ Αντιοχείας και Αλεξανδρείας παραμένει εμφανής. Η καλή διάθεση των δύο πλευρών βρήκε ένα σημείο συνάντησης το 433μ.Χ. στο λεγόμενο Σύμβολο της Εφέσου, μεταξύ του Ιωάννου Αντιοχείας και του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, οι οποίοι διεκήρυξαν: «Πραγματικά, έγινε η ένωση των δύο φύσεων, και σύμφωνα με αυτή την αντίληψη της ασύγχυτης ένωσης, εμείς ομολογούμε την Αγία Παρθένο ως Θεοτόκο, εφόσον ο Λόγος του Θεού ενσαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος». Η ειρήνη αποκαταστάθηκε στην Εκκλησία και η Αειπάρθενος Μαρία συνέχισε να ομολογείται ως «Θεοτόκος», δηλαδή ως Μητέρα του Θεού.

Αυτή η Οικουμενική Σύνοδος δεν έβγαλε μεγάλους δογματικούς ορισμούς, επικύρωσε όμως την Μαρία ως Θεοτόκο μέσα στην οικονομία της Σωτηρίας, έδωσε μία ώθηση σε άλλες εκφράσεις για την Παρθένο, όπως «Αειπάρθενος», ή «προ Τόκου παρθένος και εν Τόκω Παρθένος και μετά Τόκον πάλιν ούσα Παρθένος», τον τίτλο «Παναγία» (δηλαδή «ολότελα Αγία»), στη σχέση της με το Άγιο Πνεύμα, και «Πανάχραντος», δηλαδή «ολοκληρωτικά αγνή».

Αρχιμ. Βησσαρίωνος Κουότσης

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ Χ. Α., Θέματα εκκλησιαστικής γραμματολογίας και πατερικής ερμηνευτικής, Θεσσαλονίκη 2014.
  • ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ Ι., Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως, μετάφραση του Ματσούκα Ν., Θεσσαλονίκη 2020.
  • ΚΟΥΚΟΥΣΑ Β. – ΒΑΛΑΗ Δ., Θέματα εκκλησιαστικής ιστορίας, Τόμος Α’, Θεσσαλονίκη 2011.
  • ΣΚΟΥΤΕΡΗ Κ. Β., Ιστορία Δογμάτων, Τόμοι Α’- Β’, Αθήνα 1998-2014.
  • ΣΠΟΥΡΛΑΚΟΥ-ΕΥΤΥΧΙΑΔΟΥ Α., Η Παναγία Θεοτόκος τύπος χριστιανικής αγιότητος, Αθήνα 1990.
  •  ΣΤΑΜΟΥΛΗ Χ., Θεοτόκος και ορθόδοξο δόγμα: σπουδή στη διδασκαλία του Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Θεσσαλονίκη 2003.
  • ΤΣΙΓΚΟΥ Β., Δογματικά και θεολογικά μελετήματα, Τόμος Α’, σελ. 17-61, Θεσσαλονίκη 2010.
  • ΦΕΙΔΑ Β. Ι., Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος A’, Αθήνα 2015.
  • ΦΩΣΚΟΛΟΥ Μ., Η πορεία 20 αιώνων του Λαού του Θεού, Αθήνα 1987.
  • CAMELOT T., Storia dei Concili Ecumenici, Città del Vaticano 1997.
  • KNIAZEFF A., La Madre di Dio nella Chiesa Ortodossa, Roma 1993.
  • NORMAN J. – KELLY D., Il pensiero Cristiano delle origini, Bologna 2014.