Η αθανασία της νόσου!
Η παρουσία του ανθρώπου στη δημιουργία του κόσμου απετέλεσε το κόσμημα και την δόξα του Τριαδικού Θεού. Η παραδείσια συμβίωση και η συμπόρευση της ύπαρξης μαζί με τη Θεότητα, δυστυχώς δεν μπόρεσε να έχει διάρκεια.
Η εγωιστική και αυτονομιστική στάση της ανθρώπινης φύσεως, που πίστεψε ότι μπορούσε χωρίς υπακοή να γίνει Θεός, ήταν αυτή που σημάδεψε την αυτοέξωσή του, απομακρύνθηκε από την πηγή της Ζωής, με αποτέλεσμα να δυσκολέψει την περαιτέρω πορεία του.
Η πορεία μέσα στην καθημερινότητα του, ήταν σκληρή και επίπονη. Προσπαθούσε και πάλευε και είχε δίψα για να καλυτερεύσει τις συνθήκες της ζωής του, «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου». Γεν. κεφ.3,19. Έτσι με μεγάλο κόπο δημιουργούσε και οι δημιουργίες αυτές τον οδήγησαν σε μεγάλες ανακαλύψεις και σπουδαία επιτεύγματα που τα τελευταία είναι, η χαρτογράφηση του DNA, το πέρασμά του και το άνοιγμα σε άλλους γαλαξίες, ακόμη όλες οι βιο-τεχνολογικές του ανακαλύψεις, οι μηχανικές του εφευρέσεις, που αποτέλεσαν μεγάλο κατόρθωμα από μέρους του, αλλά παράλληλα τον οδήγησαν και στην υποδούλωση του.
Στο διάστημα αυτό, είτε εκούσια, είτε ακούσια παραμέλησε το Δημιουργό του, νιώθοντας ελεύθερος και παντοδύναμος και μέσα στην αυτιστική αυτονομία του, χάραξε πορεία προς την μηδενιστική κορυφή της Βαβέλ. Συνέπεια όλων αυτών τώρα που προέκυψε μία απρόβλεπτη κατάσταση, ήταν να ταπεινωθεί η ανθρώπινη ύπαρξη και να μην μπορεί να αντιδράσει, νιώθοντας αδύναμη και ανίκανη να αντιμετωπίσει ένα αόρατο εμπόδιο που του επιφέρει το σωματικό-βιολογικό, αλλά και ψυχικό θάνατό του.
Μπροστά στο αδιέξοδο αυτό, αντί να ζητήσει, να ψάξει εναγωνίως να βρει, το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωση του, καθότι « ἄνθρωπος ἐν τιμῇ, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς.» Ψαλ.48, αποπροσανατολίσθηκε από την οδό, από την οδό της σωτηρίας του, ειδωλοποίησε τις επιτυχίες του και παρέμεινε με μάτια κλειστά και τυφλά, χωρίς να αξιοποιήσει τις δωρεές που του χάρισε το Αγαθό. Χρησιμοποίησε ατομικιστικά την σοφία της γνώσης που έλαβε ως δώρο και αντί να την προσφέρει στην κοινότητα, εργαζόταν ιδιοτελώς και για ίδιον όφελος.
Αδυνατώντας να αποφύγει τη φθορά, παρέμεινε παράλυτος και δεν κατανόησε το πρόβλημα, ότι νοσεί και ασθενεί εδώ και αιώνες. Μπροστά στην αδυναμία του αυτή, αντί να κάνει προσωπική ενδοσκόπηση, να επαναπροσδιορίσει, να επανανοηματοδοτήσει την ύπαρξή του, το στόχο του, αυτός, επαναστατεί απέναντι στον Δημιουργό του, επαναστατεί και θέτει το οδυνηρό ερώτημα προς το Θεό, λέγοντας, γιατί επιτρέπει τόσο πόνο, τόση δυστυχία, τόσους θανάτους, θανάτους ακόμη και σε μικρά παιδιά.
Πως μπορεί ένας Θεός Παντοδύναμος και συνάμα σοφός και δίκαιος, να ανέχεται τόσο πόνο και μια τόσο θλιβερή κατάσταση; Πρέπει εδώ να παραδεχτούμε πως σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, που την καίει ειλικρινά ο πόθος της ζωής και της δικαιοσύνης, δεν μπορεί να ανεχθεί και να συγχωρήσει αυτήν την αδικία. Ξεσηκώνεται επαναστατεί. Συνεπώς, δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτή η στάση είναι πέρα για πέρα λαθεμένη, επειδή η κοσμική και συμφεροντολογική λογική της ανθρώπινης ύπαρξης τον εμποδίζει να δει παραπέρα, να δει το υπέρλογο να καταλάβει το μυστήριο.
Γι’ αυτό με ευκολία φανερώνει ένα άδικο και σκληρό Θεό κατά τα ανθρώπινα μέτρα. Για την Ορθόδοξη θεολογία και την εκκλησιαστική μας παράδοση, «ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπὶ ἀπωλείᾳ ζώντων» και «φθόνῳ δε διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον» (Σοφ. Σολομ.) ένας τέτοιος θάνατος είναι προσωρινός, είναι μιά νόσος, μιά ασθένεια, λέει ένα τροπάριο προ των Βαΐων «Λάζαρος νοσηλεύεται, ίνα συ δοξασθείς..» και ένα άλλο «Αμαρτιών τη νόσω κατατηκόμενος, της απογνώσεως κλίνη κατάκειμαι..» (Τριώδιο).
Για το κτιστό ο θάνατος – αμαρτία δεν είναι κάτι μόνιμο, είναι μια κατάσταση παρά φύση όπως το κακό, ανήκει αποκλειστικά στην προσωπική ελευθερία της επιλογής του ανθρώπου. Όπως υπάρχει η αθανασία, υπάρχει και ο θάνατος, η φθορά, η ασθένεια, η νόσος. Με την ανάσταση του Χριστού αυτομάτως έχουμε την κατάργηση του θανάτου, «ίνα μη το κακὸν αθάνατον γένηται» Γρ. Θεολόγου, «Λόγος, εις τα Θεοφάνεια» ΡG 36, 324 D. Το πλάσμα του Θεού κάνοντας ελεύθερη χρήση του αυτεξουσίου του, επιλέγει τη φθορά, την αμαρτία, την πτώση, το μηδέν, τη νόσο. Μόνη της η ανθρώπινη φύση τείνει προς την καταστροφή προς τον όλεθρο. Πιστεύει ότι με την αλαζονική, αλλοπρόσαλλη, νομικίστικη και φυσιοκρατούμενη συμπεριφορά της, μπορεί να γίνει κυρίαρχη της κτίσεως παραμερίζοντας και απαξιώνοντας τον άκτιστο πλάστη Της.
Μέσα σε ένα σαθρό, πλήρως εκκοσμικευμένο και κτητικά νοούμενο περιβάλλον, τοποθετεί ο σύγχρονος και μετανεωτερικός άνθρωπος το Θεό, την αμαρτία και το θάνατο. Και αντί να «έλθει εις εαυτόν» το κτίσμα, πλάθει μέσα του ένα Θεό τιμωρό, εκδικητή, άσπλαχνο, άδικο και έτοιμο να συμπράξει με τις δυνάμεις του κακού και να αφανίσει όλη την κτίση, όλη τη δημιουργία Του.
Είναι λοιπόν, μιά άποψη που αντικρούεται όπως είπαμε παραπάνω από την καλή ή κακή χρήση του αυτεξούσιου μας. Επομένως, εάν δεν στοχεύσει η ύπαρξη σωστά και δεν προσανατολίσει όλες της τις εφευρέσεις, τις ανακαλύψεις, τα επιτεύγματά της, τα δημιουργήματά της, σε μιά ανακαινιστική, μεταμορφωτική και αναστάσιμη πορεία φωτός, τότε το κτιστό δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει άκτιστο, ούτε το θνητό να γίνει αθάνατο, ούτε και το φθαρτό να γίνει άφθαρτο, με αποτέλεσμα, να νοσεί αιωνίως και τη νόσο αυτή να τη μεταδίδει σε κάθε του επαφή και σε όλες τις εκφάνσεις της εφήμερης ζωής του.
Αγαπητοί μου! Χωρίς να θέλω να σας απογοητεύσω και να σας οδηγήσω σε μια πεσιμιστική και μη αναστρέψιμη κατάσταση της νόσου και της ασθένειας, σας παραθέτω ένα τροπάριο το οποίο φέρει πίστη, ελπίδα και ζωή, σας υπενθυμίζω τι λέει ο στίχος από τον κανόνα των χαιρετισμών της Παναγίας μας «Νεκροί διά σου ζωοποιούνται ζωήν γαρ την ενυπόστατον εκύησας· εύλαλοι οι άλαλοι, πρώην χρηματίζοντες, λεπροί αποκαθαίρονται,! νόσοι διώκονται! πνευμάτων αερίων τα πλήθη, ήττηνται, Παρθένε, βροτών η σωτηρία».
Επίσης οι ακολουθίες που έρχονται, θα φανερώσουν το μεγαλείο της Μ. Εβδομάδας που θα βιώσουμε σε λίγο. Μια Μ. Εβδομάδα κατά την οποία θα πρωταγωνιστήσει Αυτός, ο Σταυρωθείς και Αναστάς Χριστός ο νικητής της νόσου και του κακού, Αυτός που χάρισε και χαρίζει τη μόνη Αληθινή Ζωή, Αυτός που κατήργησε και καταργεί πάσαν νόσο, ο μόνος άκακος, ο αναμάρτητος, ο φιλεύσπλαχνος, ο ελεήμων, ο Δωτήρ των αγαθών, ο πανταχού παρών, Αυτός που ένωσε το κτιστό με το Άκτιστο, Αυτός που διέρρηξε τα δεσμά του θανάτου και διέλυσε το μηδέν και την ανυπαρξία. Αυτός που ταπεινώθηκε και έλαβε μορφή δούλου, ο εκουσίως εκών, Αυτός που «εκένωσεν εαυτόν», αλλά και «εκ του μη όντος, ημάς εις το είναι παραγαγών» μας πήρε δηλ. από την αφάνεια, από το μηδέν, από την ανυπαρξία και μας αφθαρτατοποίησε, μας ανέδειξε εν αγίω Πνεύματι, δίνοντάς μας την εν Χριστώ Ύπαρξη. Μια Ύπαρξη οντολογική που παίρνει αθάνατη Ζωή, τρώγοντας και πίνοντας το Αναστάσιμο Σώμα και Αίμα Του, εκεί που μυστηριωδώς γινόμαστε σύσσωμοι και σύναιμοι με Αυτόν.
Το ίδιο μας λέει και ο μυσταγωγός Άγ. Νικ. Καβάσιλας, για τις δωρεές της Θ. Ευχαριστίας, «όταν δε φέρει τον μυούμενο στην Τράπεζα και του δώσει να φάει από το Σώμα και το Αίμα, τότε τον αλλάζει ολόκληρο και τον μεταθέτει στο δικό Του ήθος και ο πηλός δεν είναι πλέον πηλός, αφού δέχεται την βασιλική μορφή, αλλά είναι ήδη Σώμα και Αίμα του Βασιλέως»! (Εν Χριστώ ζωή, Λόγος Δ΄, στ.1). Συνεπώς, αυτή η παραδείσια κατάσταση που βιώνουμε, γίνεται αφορμή να καθιδρύεται η Βασιλεία του Θεού επί της γης και να συμπληρώνεται και να αναμορφώνεται το αγιαστικό έργο και το εκκλησιαστικό σώμα Του.
π. Χρήστος Καραφουλίδης